υποτέλεια

υποτέλεια
η, Ν
1. το να είναι κανείς υποτελής, να είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει τέλη σε ισχυρότερο
2. το να είναι κανείς υπόδουλος
3. βιολ. η αποτυχία ενός γονιδίου από ένα ζεύγος αλληλόμορφων γονιδίων που υπάρχει σε ένα άτομο να εκφραστεί κατά ορατό τρόπο, εξαιτίας τής μεγαλύτερης επίδρασης ή υπεροχής τού άλλου αλληλόμορφου γονιδίου τού ζεύγους, το οποίο έχει αντίθετη δράση
4. διεθν. δίκ. θεσμός που ίσχυσε μέχρι και τον 20ό αιώνα και σύμφωνα με τον οποίο ένα κράτος τελούσε υπό την κυριαρχία άλλου, ισχυρότερου κράτους, στο οποίο κατέβαλλε, σε τακτές προθεσμίες, τον λεγόμενο φόρο υποτελείας και εκτελούσε, επί πλέον άλλες υποχρεώσεις, όπως λ.χ. να τού παρέχει έμψυχο υλικό για τα στρατεύματά του, πλήρη ελευθερία κινήσεων τού στρατού τού κυρίαρχου κράτους στο έδαφος τού φόρου υποτελούς κ.ά.
5. φρ. «εθνική υποτέλεια»
μτφ. ο περιορισμός τής εθνικής ανεξαρτησίας με λήψη αποφάσεων σύμφωνα με τα συμφέροντα άλλων, ισχυρών κρατών
6. «φόρος υποτελείας»
διεθν. δίκ. φόρος σε χρήμα και άλλες αξίες καθώς και σε προϊόντα τον οποίο κατέβαλλε ετήσια, σε τακτά χρονικά διαστήματα, το υποτελές κράτος στην κυρίαρχη πολιτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποτελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αν. Πολυζωίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑποτελεία — ὑποτελείᾱ , ὑποτέλειος less than complete fem nom/voc/acc dual ὑποτελείᾱ , ὑποτέλειος less than complete fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτελείᾳ — ὑποτελείᾱͅ , ὑποτέλειος less than complete fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτέλεια — η η κατάσταση του υποτελούς, το να είναι κανείς υποτελής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποτελείας — ὑποτελείᾱς , ὑποτέλειος less than complete fem acc pl ὑποτελείᾱς , ὑποτέλειος less than complete fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτελείαν — ὑποτελείᾱν , ὑποτέλειος less than complete fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… …   Dictionary of Greek

  • ζεύγλη — και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα) (για υποζύγια) καμπύλο μέρος τού ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος τού ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”